αβιταμίνωση

αβιταμίνωση
Η παντελής έλλειψη μιας ή περισσότερων βιταμινών από τον οργανισμό. H έλλειψη βιταμινών ή η ύπαρξή τους σε ανεπαρκείς ποσότητες (υποβιταμίνωση) οδηγεί στην εκδήλωση χαρακτηριστικών νοσηρών καταστάσεων που είναι γνωστές ως στερητικές νόσοι. Κατά κανόνα, στην κλινική πράξη συναντάμε υποβιταμίνωση και όχι α. Η υποβιταμίνωση μπορεί να προκληθεί από ανεπαρκή πρόσληψη βιταμινών με τις τροφές (πράγμα που σήμερα συναντάμε μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες) ή από ανεπαρκή απορρόφησή τους από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Συνηθέστερη όμως είναι η εμφάνιση α. ή υποβιταμίνωσης σε καταστάσεις όπου υπάρχουν αυξημένες ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνες, όπως είναι η περίοδος γοργής ανάπτυξης του σώματος, η γαλουχία, η ύπαρξη νεοπλασιών, λοιμώξεων κλπ.
* * *
η Ιατρ.
παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή παροχή με την τροφή ή σε ελλιπή απορρόφηση από το πεπτικό σύστημα μιας ή περισσότερων βιταμινών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβιταμίνωση — η (ιατρ.), μείωση ή έλλειψη βιταμινών στον οργανισμό των ανθρώπων ή των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσίτιδα — Φλεγμονή της γλώσσας. Μπορεί να προκληθεί από τραύμα (π.χ. από δόντια που προεξέχουν ανώμαλα ή είναι σπασμένα), επιμόλυνση, αβιταμίνωση, υποσιτισμό κλπ. Πολλές παθήσεις εσωτερικών οργάνων μπορούν να διαγνωστούν από αλλοιώσεις του βλεννογόνου της… …   Dictionary of Greek

  • πελάγρα — και πελλάγρα, η ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από αβιταμίνωση και έχει ως συμπτώματα ερυθηματώδες εξάνθημα τού δέρματος και νευρικές διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pellagra < pelle «δέρμα» (< λατ. pellis) + agra, κατά το podagra (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα — η / ῥαχῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ παιδική νόσος τού σκελετού που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή ασβεστοποίηση τών οστών και τών αυξητικών χόνδρων και οφείλεται συχνότερα σε αβιταμίνωση D. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. αρθρ ίτις / ίτιδα).… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”